Κεραμική

Η κεραμική αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και αρχαιότερες τέχνες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας, με αρχαιολογικά ευρήματα που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό της κάθε εποχής.

Η συλλογή κεραμικής του ΜΒΠ περιλαμβάνει μερικές εκατοντάδες ακέραιων αγγείων και χιλιάδων θραυσμάτων (όστρακα), τα οποία χρονολογούνται από την ελληνιστική περίοδο και φτάνουν ως και τις αρχές του 20ου αι. Στο σύνολό τους προέρχονται από ανασκαφές στη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή.

Ο όγκος των κεραμικών αυτών αποτελεί επιχωματώσεις δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων από μια πόλη «παλίμψηστο», όπως η Θεσσαλονίκη. Μόνο τα αγγεία που προέρχονται από τα διάφορα κλειστά ταφικά σύνολα μπορούν να δώσουν κάποια σαφή και ασφαλή συμπεράσματα.

Τα κεραμικά αγγεία της παλαιοχριστιανικής εποχής, μεταφορικά, αποθηκευτικά ή επιτραπέζια, καθώς και τα ταφικά κτερίσματα, αποτελούν συνηθισμένους τύπους για όλα τα μεσογειακά κράτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χωρίς να γνωρίζουμε τα εργαστήρια παραγωγής τους. Τα αγγεία αυτά εντυπωσιάζουν άλλοτε με την απλότητα τους, άλλοτε με την πλούσια διακόσμησή τους και άλλοτε με τον τρόπο επανάχρησής τους.

Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (9ος – 12ος αι.), επανεμφανίζεται και εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό η τεχνική της εφυάλωσης. Ένα λεπτό στρώμα γυαλιού καλύπτει συνήθως την εσωτερική επιφάνεια των αγγείων με πρωταρχικό στόχο την αδιαβροχοποίηση του πηλού, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν διαχρονικά όλοι οι κεραμείς. Ωστόσο, τα λαμπερά και πλούσια χρώματα που προέκυπταν από τα οξείδια των μετάλλων που χρησιμοποιούνταν, σε μεγάλο βαθμό συντελέσαν και στην αισθητική εμφάνιση των αγγείων. Η κεραμική αυτής της περιόδου δεν αντιπροσωπεύεται επαρκώς στη Θεσσαλονίκη. Ένας μικρός αριθμός θραυσμάτων αγγείων (πολυχρωμικά και πρώιμα εφυαλωμένα), προϊόντα των περίφημων εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης, φανερώνουν μάλλον τις εμπορικές σχέσεις των δυο πόλεων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσοβυζαντινή Θεσσαλονίκη αποτελούν οι 1200 αμφορείς (ακέραιοι ή αποσπασματικά σωζώμενοι) που ανακαλύφθηκαν ως υλικό πλήρωσης των θόλων του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας. Αν και αντιπροσωπεύουν γνωστούς δημοφιλείς τύπους για όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία, εντούτοις διάφορες ενδείξεις μας παραπέμπουν σε τοπικά εργαστήρια κατασκευής.

Από τις αρχές του 13ου αιώνα τα βυζαντινά εργαστήρια, λόγω της μαζικής παραγωγής, υιοθέτησαν την πρακτική να ψήνουν τα εφυαλωμένα αγγεία κατά στήλες με τριποδίσκους ανάμεσά τους, ώστε να εμποδίζεται η μεταξύ τους συγκόλληση. Οι τεχνικές διακόσμησης περιλαμβάνουν, τη γραπτή, την χάραξη, το ανάγλυφο και το επιπεδόγλυφο. Στην περίοδο αυτή, γνωστή ως παλαιολόγεια εποχή, τα εργαστήρια που λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη παράγουν αγγεία υψηλής ποιότητας, που ανταγωνίζονται επάξια αυτών της Κωνσταντινούπολης και από το λιμάνι της εξάγονται σε χώρες της Δύσης και της Ανατολής.

Τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας τα εργαστήρια κεραμικής συνεχίζουν να παράγουν μεγάλες ποσότητες αγγείων. Από τον 17ο αι. και ύστερα τα εργαστήρια «μεταφέρονται» σε πόλεις όπως η Κιουτάχεια και η Νίκαια, όπου διατηρείται ο βυζαντινός τρόπος κατασκευής όπως αυτός διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλάζοντας μόνο τα διακοσμητικά θέματα που επιτρέπονταν από τη νέα θρησκεία.

Ένας σημαντικός αριθμός πορσελάνινων αγγείων χρονολογούμενος μεταξύ 18ου και αρχές 20ου αι., με προέλευση τη Βόρεια Ευρώπη, καθιστά προφανή τη σπουδαιότητα του λιμανιού της πόλης και τη διακίνηση των διαφόρων αγαθών σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία.